ταραγμός

ταραγμός
[траргмос] ουσ. а. привед ение в движение, волнение, беспокойство, тревога, шум

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ταραγμός" в других словарях:

  • ταραγμός — disturbance masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραγμός — ο, ΝΑ [ταράσσω] ψυχική ταραχή, ψυχική αναστάτωση («ἐκ τῶνδέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πίτνει», Αισχύλ.) νεοελλ. ανακίνηση, ανακάτεμα …   Dictionary of Greek

  • ταραγμός — ο τάραγμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταραγμοῦ — ταραγμός disturbance masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραγμούς — ταραγμός disturbance masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραγμῷ — ταραγμός disturbance masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταραγμόν — ταραγμός disturbance masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»